φούξια — Γένος φυτών που αριθμεί διάφορα είδη και υπάγεται στην οικογένεια των οναγριδών (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για κομψότατους συνήθως θάμνους, που κατάγονται από τη Νότια Αμερική και τη Νέα Ζηλανδία και είναι κατάλληλοι για διακόσμηση σε κήπους,… … Dictionary of Greek
σκουλαρίκι — Γυναικείο κόσμημα που φοριέται στο αυτί. Τα πρώτα σ. χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού και, όπως και άλλα ατομικά κοσμήματα, είχαν ίσως μαγικό χαρακτήρα. Στους αρχαίους λαούς φορούσαν σ. και οι άντρες και οι γυναίκες. Ενώ αρχικά είχαν μορφή … Dictionary of Greek
φουξίνη — η, Ν χημ. τρικυκλική αρωματική οργανική ένωση, συνθετική χρωστική ύλη, που παρασκευάζεται κατά την οξείδωση ενός μίγματος ανιλίνης και τολουϊδίνης και η οποία βάφει κόκκινο το μαλλί, το μετάξι και το βαμβάκι μετά από πρόστυψη με ταννίνη. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
Φουκς, Λέοναρντ — (Fuchs, Βέμντινγκ, Βαυαρία 1501 – Τίνμπιγκεν 1566). Γερμανός βοτανολόγος και γιατρός. Υπήρξε ένας από τους πρώτους που μελέτησαν τα φυτά με βάση την κατευθείαν παρατήρηση. Με το αξιόλογο έργο του Περί της ιστορίας των ριζών (1542) προσπάθησε να… … Dictionary of Greek